- ευέξαπτος
- η , ο [ος , ον ] легко возбудимый; раздражительный, вспыльчивый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐέξαπτος — easily kindled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευέξαπτος — η, ο (ΑΜ εὐέξαπτος, ον) νεοελλ. αυτός που εξάπτεται εύκολα, ο ευερέθιστος, ο οξύθυμος μσν. αρχ. αυτός που παίρνει εύκολα φωτιά, ο εύφλεκτος («πᾱν τὸ ὑλικόν... εὐέξαπτον εἶναι», Μ. Αυρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εξ απτος (< εξ άπτω), πρβλ. δυσ έξ… … Dictionary of Greek
εὐέξαπτον — εὐέξαπτος easily kindled masc/fem acc sg εὐέξαπτος easily kindled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεξάπτου — εὐέξαπτος easily kindled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεξάπτων — εὐέξαπτος easily kindled masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐέξαπτα — εὐέξαπτος easily kindled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγγιαχτος — η, ο 1. αυτός που δεν μπορεί να τόν πλησιάσει κανείς 2. άψαυστος, άγγιχτος 3. ανέπαφος, ακέραιος 4. μτφ. ευέξαπτος, ευερέθιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερο < α στερητ. + ’γγιάζω ή < αγγιάζω, όπου η σημασία τής στερήσεως δημιουργήθηκε από το… … Dictionary of Greek
άγγιχτος — η, ο 1. ανέγγιχτος, άψαυστος 2. ακέραιος 3. αυτός που δεν τέθηκε ακόμη σε χρήση, αχρησιμοποίητος 4. μτφ. α) αυτός που δεν δέχεται προσβολές, εύθικτος, ευέξαπτος β) (για κοπέλες) αγνή, παρθένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ’γγίζω ή < αγγίζω, όπου… … Dictionary of Greek
άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… … Dictionary of Greek
αγανακτητικός — ἀγανακτητικός και ἀγανακτικός ή, όν (Α) [ἀγανακτῶ] ευερέθιστος, ευέξαπτος, οργίλος … Dictionary of Greek
αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… … Dictionary of Greek